καταγορασμόν

καταγορασμόν
καταγορασμός
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταγορασμός — καταγορασμός, ὁ (Α) [καταγοράζω] η χονδρική αγορά ενός πράγματος («ἐξαπέστειλε ναῡς φορτίδας καὶ χρήματα πρὸς τὸν τοῡ σίτου καταγορασμόν», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”